- διαλύω
- (Α διαλύω)1. αποσυνθέτω, λύω ή χωρίζω κάτι στα μέρη που τό συνθέτουν2. απομακρύνω, διαχωρίζω ανθρώπους, τους διασκορπίζω3. διασκορπίζω πρόσωπα που αποτελούν ενιαίο σύνολο, λ.χ. διαδήλωση4. θέτω τέρμα στη λειτουργία εταιρείας, επιχείρησης κ.λπ.5. τήκω, λειώνω6. καταργώ, ακυρώνω7. αναιρώ8. εξαλείφω, εκμηδενίζω, εξαφανίζω9. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαλελυμένος, -η, -οέτοιμος να καταρρεύσει, να διαλυθείαρχ.1. χαλαρώνω2. κηρύττω τη διάλυση σωματείου, συνάθροισης κ.λπ.3. καταπαύω, θέτω τέρμα4. παθ. διαλύομαιαποχωρώ από ένα μέρος5. (με αιτ.) συμφιλιώνω6. ερμηνεύω, εξηγώ χρησμό κ.λπ.7. (για χρέος) εξοφλώμέσ.1. παίρνω πίσω τα χρήματα μου2. φρ. «διαλελυμένη λέξις» — χαλαρό, άτονο ύφος3. επίρρ. διαλελυμένωςα) χαλαράβ) χωρίς συναίρεσηγ) σε πεζό λόγοδ) χωρίς συνδέσμους.
Dictionary of Greek. 2013.